- θεμίστωρ
- θεμίστωρ, ορος, ὁ,A knowing right, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεμίστωρ — θεμίστωρ, ορος, ό (Α) [θεμίζω] 1. αυτός που γνωρίζει τον νόμο, το δίκαιο 2. (κατά τον Ησύχ.) «συνετός» … Dictionary of Greek
θεμιστόρων — θεμίστωρ knowing right masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)